- αγριώνω
- αγρίωσα, αγριώθηκα, αγριωμένος, μτβ. και αμτβ., εξαγριώνω και εξαγριώνομαι: Μίλησέ του μαλακά· μην τον αγριώνεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγριώνω — (Μ) (Α ἀγριῶ, όω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι άγριο, εξαγριώνω, ερεθίζω 2. παθ. εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι νεοελλ. προξενώ φόβο σε κάποιον, τόν αγριεύω αρχ. παθ. 1. είμαι άγριος, βρίσκομαι σε άγρια κα τάσταση 2. είμαι ατημέλητος, αχτένιστος 3. είμαι… … Dictionary of Greek
άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… … Dictionary of Greek
αγριώ — ἀγριῶ ( όω) (Α) αγριώνω* … Dictionary of Greek
αναγριώνω — 1. παροξύνω, ερεθίζω, εξαγριώνω 2. (για βρέφη) φωνάζω, κλαίω 3. γίνομαι μανιώδης 4. ανατριχιάζω, φρίττω 5. μέσ. επιδεινώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αγριώνω. ΠΑΡ. αναγρίωμα] … Dictionary of Greek